ξεσαβούρωτος

ξεσαβούρωτος
-η, -ο
[ξεσαβουρώνω]
1. (για πλοίο) αυτός που δεν έχει σαβούρα, που είναι χωρίς έρμα, ανερμάτιστος
2. αυτός από τον οποίο έχει αφαιρεθεί καθετί το περιττό
3. μτφ. αυτός που δεν έχει επαρκές ηθικό έρμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”